συμπαιγνία

συμπαιγνία
η заговор, сговор с целью обмана; соучастие в обмане;

εκ συμπαιγνίας — обманом, обманным образом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμπαιγνία" в других словарях:

  • συμπαιγνία — συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc/acc dual συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαιγνία — η τέχνασμα μετά συνεννόηση δύο ή περισσότερων ατόμων για εξαπάτηση κάποιου: Αποκαλύφτηκε η συμπαιγνία τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαιγνία — η, ΝΑ τέχνασμα που καταστρώνεται κρυφά από δύο ή περισσότερα άτομα με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνηση ενός τρίτου, σκευωρία νεοελλ. φρ. «εκ συμπαιγνίας» με δόλο, απατηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παιγνία «το παιχνίδι, η παιδιά» (<… …   Dictionary of Greek

  • συμπαιγμός — ὁ, Α [συμπαίζω] συμπαιγνία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»